- λασκάδα
- η [λάσκος]1. σφοδρός άνεμος που πνέει προς την πλευρά τής πρύμνης πλοίου2. ιστιοδρομία με τέτοιο άνεμο3. (ως επίρρ.) με σφοδρό πλάγιο άνεμο («αρμενίζω λασκάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek